ᾠδικά

ᾠδικά
ᾠδικός
musical
neut nom/voc/acc pl
ᾠδικά̱ , ᾠδικός
musical
fem nom/voc/acc dual
ᾠδικά̱ , ᾠδικός
musical
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωδικά — (oscines). Παλαιότερη ονομασία της τάξης των στρουθιόμορφων πτηνών, των οποίων ο λάρυγγας έχει πολύπλοκη κατασκευή και δίνει σε αυτά την δυνατότητα παραγωγής μελωδικών ήχων. Είναι συνήθως μικρά πουλιά εντομοφάγα και μεταναστευτικά. Aυτή η… …   Dictionary of Greek

  • ᾠδικάς — ᾠδικά̱ς , ᾠδικός musical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηληδόνες — Κηληδόνες, αἱ (Α) ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέ ω / ώ + επίθημα δών / δόνος (πρβλ. αλγη δών, κλη δών)] …   Dictionary of Greek

  • αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… …   Dictionary of Greek

  • ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… …   Dictionary of Greek

  • εωψάλτρια — η ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη, τα περισσότερα ωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + ψάλ τρια, θηλ. τού ψάλ της (< ψάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντορραμφή — τα ζωολ. η μεγαλύτερη από τις ομάδες στις οποίες υποδιαιρούνται τα ωδικά πτηνά, η οποία διακρίνεται από οδόντωση στο άκρο τού άνω ράμφους …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

  • πτηνοπώλης — ο, Ν αυτός που πουλάει πτηνά, ιδίως ωδικά και εξωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στούρνος — (sturnus). Ωδικά πουλιά της οικογένειας των Στουρνιδών, γνωστά και σαν ψαρόνια. Το ράμφος τους είναι μυτερό και συμπιεσμένο, οι φτερούγες τους μακριές, η ουρά τους κοντή και τα πόδια τους κοντόχοντρα, σκεπασμένα στο μπροστινό τμήμα, με πλατιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”